- πρακτός
- και ιων. τ. πρηκτός, -ή, -όν, Α [πράττω]1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτάπράγματα τα οποία είναι σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες5. φρ. «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει κάτι που οφείλει.
Dictionary of Greek. 2013.